HAE - Το κληρονομικό αγγειοοίδημα

ΠΑΘΟΓΈΝΕΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΉ ΕΙΚΌΝΑ

Το κληρονομικό αγγειοοίδημα (HAE) είναι μια ασθένεια που προκαλείται από την ποσοτική ή λειτουργική ανεπάρκεια του αναστολέα της C1-εστεράσης (C1-INH). Σε σπάνιες περιπτώσεις, η ανεπάρκεια είναι επίκτητη (Επίκτητο Αγγειοοίδημα, AAE). Η ανεπάρκεια  του C1-INH οδηγεί μέσω της ενεργοποίησης του συστήματος της Κινίνης σε αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα, η οποία εμφανίζεται με τις εξής κλινικές εκδηλώσεις:

1) Αγγειοοιδήματα του δέρματος (συχνά): 

Πρόκειται για αγγειοοιδήματα του δέρματος και του υποδόριου ιστού, τα οποία διαρκούν για ημέρες. Συχνότερα προσβάλλονται τα άκρα, το πρόσωπο και τα γεννητικά όργανα.

2) Προσβολή της κοιλίας (συχνά): 

Οι προσβολές της περιοχής του στομάχου και του εντέρου συνδέονται με επίμονα κολικοειδή κοιλιακά άλγη και ναυτία που διαρκούν για ημέρες, συχνά επίσης με έμετο, διάρροια και διαταραχή του κυκλοφορικού συστήματος. Οι απεικονιστικές τεχνικές δείχνουν συχνά ασκίτη και/ή οιδήματα των εντερικών ελίκων.

3) Οιδήματα λάρυγγος: 

Τα οιδήματα του βλεννογόνου στην περιοχή του λάρυγγα μπορούν γρήγορα να εξελιχθούν σε πλήρη απόφραξη των αεραγωγών και να καταλήξουν σε θάνατο. Πρώιμες ενδείξεις αποτελούν η δυσφαγία, δυσφωνία, και συριγμός. Επίσης μπορούν να προσβληθούν η σταφυλή και η γλώσσα και να προκαλέσουν δύσπνοια. 

4) Άλλες εντοπίσεις: 

Τα οιδήματα σε άλλες περιοχές (εγκέφαλος, μύες, ουροδόχος κύστη κλπ.) είναι σπάνια· τα συμπτώματα εξαρτώνται απ’ την ένταση και την εντόπιση του οιδήματος.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ:

Τα αγγειοοιδήματα της περιοχής της κεφαλής και του λαιμού ή άλλων εσωτερικών οργάνων αποτελούν επείγουσα ιατρική κατάσταση και πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως. Σε οίδημα λάρυγγα είναι πιθανό να χρειαστεί η παροχή εντατικής ιατρικής φροντίδας· μπορεί να είναι απαραίτητη η διασωλήνωση, ίσως ακόμη και κρικοθυρεοειδοτομή. Τα αγγειοοιδήματα του δέρματος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αν είναι επώδυνα, περιορίζουν τη λειτουργικότητα ή είναι προοδευτικά επιδεινούμενα. Για θεραπεία του οξέος εμφανιζόμενου αγγειοοιδήματος που οφείλεται σε ανεπάρκεια του αναστολέα της C1-εστεράσης ενδείκνυνται:

1) Συμπυκνωμένος παράγοντας C1-INH (Berinert P): 

Δοσολογία: Ενήλικοι και παιδιά 20 μονάδες ανά kg σωματικού βάρους.
Τρόπος χορήγησης: Διάλυση 500 μονάδων σε 10 ml επισυναπτόμενου διαλύτη προσεκτικά και ένεση αργά ενδοφλεβίως.

Το σκεύασμα Berinert P αποτελείται από δύο συστατικά: μία φιάλη με συμπυκνωμένη πρωτεΐνη (500 μονάδες ανθρώπινου αναστολέα C1-εστεράσης) και μία φιάλη διαλύτη (10 ml υδατικού διαλύματος για ενδοφλέβια έγχυση). Επιπλέον, στη συσκευασία περιέχονται όλα τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που απαιτούνται για την παρασκευή του ενέσιμου διαλύματος και την ενδοφλέβια χορήγηση του Berinert P. Η θερμοκρασία συντήρησης του σκευάσματος δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 25°C.

Σε περίπτωση που το σκεύασμα αποθηκεύθηκε στο ψυγείο, θα πρέπει, πριν την παρασκευή, και τα δύο συστατικά του να επανέλθουν σε θερμοκρασία δωματίου. Η παρασκευή του ενέσιμου διαλύματος πραγματοποιείται με τη χρήση του σετ μεταφοράς φίλτρου-χωρίς-βελόνα Mix2VialTM που εμπεριέχεται στη συσκευασία ( προσοχή στις οδηγίες χρήσης). Μετά τη διοχέτευση του διαλύτη μέσα στη φιάλη με το προϊόν, η πρωτεΐνη διαλύεται γρήγορα. Μην ανακινείτε τη φιάλη με το προϊόν για να αποφευχθεί η δημιουργία αφρού! Το διάλυμα με την πρωτεΐνη θα πρέπει να είναι διαυγές έως ελαφρώς ιριδίζον και δεν πρέπει να περιέχει κανένα εμφανές σωματίδιο. Μετά τη χρήση, το άχρηστο υλικό θα πρέπει να απομακρύνεται σύμφωνα με τις οδηγίες.

ή

2) Ικατιμπάντη (Icatibant) (Firazyr) 

Δοσολογία: 30 mg Icatibant σε 3ml διαλύματος σαν έτοιμη ένεση
Τρόπος χορήγησης: Ένεση υποδορίως (s.c.). 

Τα αντιισταμινικά, τα κορτικοστεροειδή, η δαναζόλη ή το τρανεξαμικό οξύ δεν είναι ή δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικά σε οξεία προσβολή.

ΕΠΙΒΛΕΨΗ

Η πρώτη επίδραση του συμπυκνωμένου παράγοντα C1-INH ή της Ικατιπάντης παρατηρείται μετά από περίπου 20-40 λεπτά. Σε επακολουθούσα ή επαπειλούμενη απόφραξη των αεραγωγών (εντατική-) νοσοκομειακή επίβλεψη μέχρι πλήρους ύφεσης. Σε προσβολές της κοιλίας ή σε οιδήματα του δέρματος παρακολούθηση μέχρι να επέλθει σημαντική κλινική βελτίωση. Μπορεί να είναι απαραίτητη μία αποθεραπεία